τελεσσίγονος

τελεσσίγονος
και επικ. τ. τελεσίγονος, -ον, Α
1. αυτός που γεννάει την κατάλληλη εποχή ή αυτός που παράγει ώριμους καρπούς
2. ο εντελώς ώριμος («τελεσσίγονοι καρποί», Ορφ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- τού τέλος* + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. ὀρεσσί-γονος, με διπλασιασμό τού -σ- για διευθέτηση μετρικών αναγκών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τελεσσιγόνοιο — τελεσσίγονος perfecting masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεσσιγόνοισι — τελεσσίγονος perfecting masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεσσιγόνοισιν — τελεσσίγονος perfecting masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεσσιγόνου — τελεσσίγονος perfecting masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεσσιγόνων — τελεσσίγονος perfecting masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …   Dictionary of Greek

  • τελεσίγονος — ον, Α αμάρτυρος τ. τού επικ. τ. τελεσσίγονος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”